- διέπρεψε
- διαπρέπωappear prominentaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κριεζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αντώνιος (Ύδρα 1796 – 1865). Πλοίαρχος, αγωνιστής του 1821, πολιτικός και πρωθυπουργός της χώρας (1842 44 και 1849 54). Διέπρεψε ως πλοίαρχος στην Επανάσταση και αργότερα ως πολιτικός. Έλαβε … Dictionary of Greek
αδιάπρεπος — η, ο [διαπρέπω] αυτός που δεν διέπρεψε, που δεν διακρίθηκε σε κάτι, ο μη διαπρεπής … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
Αμίτσι, Εντμόντο ντε- — (Edmondo de Amicis, 1846 – 1908). Ιταλός λογοτέχνης. Συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κούνεο και στο Τορίνο και αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή της Μοντένα το 1865 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στη μάχη της Κουστόρα το 1867 … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
Αρώνη, Μαίρη — (Αθήνα 1916 – 1992).Ηθοποιός του θεάτρου. Κόρη του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Λέανδρου Αρβανιτάκη και σύζυγος του Θεόδωρου Αρώνη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών και υπήρξε μαθήτρια του Φώτου Πολίτη.… … Dictionary of Greek
Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Βέστρις, Λουτσία Ελίζαμπεθ — (Lucia Elisabeth Vestris, 1797 – 1856). Αγγλίδα ηθοποιός. Υπήρξε σύζυγος του χορογράφου Αρμάντο Βέστρις και αργότερα του Τσαρλς Τζέιμς Μάθιους, με τον οποίο εμφανίστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, στο διάστημα 1839 42. Ξεκίνησε τη… … Dictionary of Greek